Ιστορία

Ο Όλυμπος άρχισε να σχηματίζεται πριν από 200.000.000 χρόνια όταν το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας βρίσκονταν στον πυθμένα μια ρηχής θάλασσας. Τα κύρια υλικά από τα οποία αποτελούνταν οι ορεινοί όγκοι ήταν διάφορα είδη σχιστόλιθων, μάρμαρα, δολομίτες ασβεστόλιθοι και άλλα, από τα οποία αργότερα σχηματίστηκαν τα σημερινά πετρώματα στις διάφορες περιοχές του Ολύμπου. Για παράδειγμα, στον Άγιο Διονύσιο επικρατούν οι ασβεστόλιθοι και οι δολομίτες, στον Μύτικα, στην ψηλότερη κορυφή συναντά κάποιος δολομίτες και δολομιτικούς ασβεστόλιθους. Το σχήμα του Ολύμπου, η πολυμορφία της φύσης του, οι ψηλές κορυφές του προκάλεσαν δέος και θαυμασμό στον προϊστορικό άνθρωπο που κατοίκησε στους πρόποδές του, όπου οι ανασκαφές αποκάλυψαν ευρήματα από οικισμούς στην εποχή του σιδήρου. Επίσης ο Όλυμπος στην Ιλιάδα ονομάζεται μέγας ή μακρύς ή αιγληείς (δηλ. λαμπρός), πολύδενδρος κ.ά. Σύμφωνα με την ιστορία οι πρώτοι κάτοικοι του Ολύμπου ήταν Πελασγοί, που θεωρούνταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Οι πρώτοι απόγονοί τους ήταν οι Περραιβοί από τους οποίους πήρε το όνομά της η Περραιβία, περιοχή της Θεσσαλίας που βρίσκεται ανάμεσα στον Πηνειό ποταμό και τον Όλυμπο (η σημερινή Λάρισα). Στην άλλη πλευρά του βουνού, στη στενή λωρίδα μεταξύ Πηνειού και Αλιάκμονα, κατοικούσαν οι Πιερείς, που πιθανόν προέρχονταν από τους Θράκες, αν και δεν είχαν πολλά κοινά χαρακτηριστικά με αυτούς. Από όλους τους οπτικούς άξονες και σε μεγάλη ακτίνα, ο Όλυμπος σφραγίζει την Πιερία της Μακεδονίας και την Περραιβία της Θεσσαλίας. Είναι φυσικό οχυρό των συνόρων τους αφήνοντας τρία μόνο περάσματα και αυτά δύσκολα για τα μέσα της εποχής: το πέρασμα των Τεμπών, τη δίοδο της Ζηλιάνας και τα στενά της Πέτρας. Ο Όλυμπος υπήρξε μάρτυρας πολλών γεγονότων. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά είναι η εισβολή του Ξέρξη το 480π.Χ. Από την ακτή της Θεσσαλονίκης, ο Ξέρξης θαύμασε τον Όλυμπο και την Όσσα και στη συνέχεια παρέμεινε στην περιοχή αρκετές μέρες προκειμένου να προωθήσει τα στρατεύματά του στη Θεσσαλία μέσω του Ολύμπου. Δεν επέλεξε να περάσει μέσα από τα Τέμπη γιατί φυλάσσονταν πολύ καλά, αλλά επέλεξε μια δύσβατη ορεινή διαδρομή που ο Ηρόδοτος ονομάζει "άνω οδόν". Το 171 π.Χ. ο Περσέας απέκλεισε τα στενά περάσματα και έτσι ο Όλυμπος ήταν για δύο χρόνια απαγορευτικός για τους Ρωμαίους. Το 169 π.Χ. ωστόσο, οι Ρωμαίοι κατόρθωσαν να κατέβουν μεταξύ Λεβήθρων και Ηρακλείου (σημερινός Πλαταμώνας) και να στρατοπεδεύσουν νότια από το Λιτόχωρο. Παραπλανώντας τον Περσέα, εισέβαλαν το 168 π.Χ. από τα στενά της Πέτρας ή των Κανάλων όπως υποστηρίζει ο Αρβανιτόπουλος. Οι πόλεις του Ολύμπου παράκμασαν εκτός από το Δίον που έγινε Ρωμαϊκή αποικία και έδρα επισκοπής από τα πρώτα παλαιοχριστιανικά χρόνια. Στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι κατέκτησαν τον Όλυμπο. Όμως εισέβαλαν περισσότερο ως μετανάστες παρά ως κατακτητές. Γι' αυτούς ο Όλυμπος δεν ήταν το οχυρό της μάχης, αλλά ένα καταφύγιο όπου θα μπορούσαν να φτιάξουν τους οικισμούς τους και να εγκατασταθούν. Οι Βλάχοι πιθανόν να έφτασαν ταυτόχρονα με τους Σλάβους. Από τα τέλη του 10ου αιώνα, η Θεσσαλία δέχθηκε τις επιδρομές των Βλάχων και τον 12ο αιώνα η ίδια η Θεσσαλία παίρνει το όνομα Μεγάλη Βλαχία, μια ονομασία που διατήρησε μέχρι την άφιξη των Τούρκων. Κατά τη διάρκεια της Τουρκικής κατοχής ο Όλυμπος έπαιξε σημαντικό ρόλο. Αποτέλεσε το κρησφύγετο των αρματολών και των κλεφτών. Στον κάμπο της Θεσσαλίας οι πασάδες μοίρασαν την περιοχή σε πασαλίκια (μεγάλα τσιφλίκια) τα οποία διοικούσαν οι μεγαλογαιοκτήμονες, που ήταν υποτελείς στον πασά. Έτσι οι Έλληνες έγινα οι γεωργοί των Τούρκων. Αντίθετα οι κάτοικοι των βουνών γύρω από τη Θεσσαλία και ειδικά αυτοί του Ολύμπου αντιστάθηκαν στους Τούρκους και πολύ σύντομα έγιναν ο πιο τρομερός εχθρός τους. Έτσι ο Όλυμπος έγινε "η πρωτεύουσα των παλικαριών" και το "ιερό βουνό των κλεφτών". Η ύπαρξη των αρματολών έδινε την ψευδαίσθηση της ελευθερίας στους σκλαβωμένους Έλληνες και έτσι ένοιωθαν ότι δεν ήταν παραδομένοι στους Τούρκους. Ο Όλυμπος έγινε γι' αυτούς μια όαση ανεξαρτησίας, μια πατρίδα πάνω στο βουνό, ένα καταφύγιο για τους καταπιεσμένους. Η αντίστασή τους εξαπλώθηκε και απέκτησε εθνικό χαρακτήρα. Οι Τούρκοι αναγνώρισαν το αρματολίκι του Ολύμπου το 1425. Οι πιο ονομαστοί κλέφτες και αρματολοί που έδρασαν στην περιοχή του Ολύμπου τους επόμενους αιώνες ήταν ο Καρά-Μιχάλης, Ο Ζήνδρος, ο Γεωργάκης Ολύμπιος, οι Λαζαίοι, ο Νικοτσάρας, ο Βλαχάβας, ο Τζαχείλας, ο Χριστάκης, ο Καλόγερος, κ.ά. Ο Νικοτσάρας μάλιστα αποβιβάστηκε στην παραλία του Λιτόχωρου με το σώμα του και βρίσκει ηρωικό θάνατο στην αρχή ενός παράτολμου σχεδίου για τον ξεσηκωμό της περιοχής. Οι κάτοικοι του Λιτόχωρου μετέχουν ενεργά στην επανάσταση του 1822, που έγινε στην περιοχή του Ολύμπου. Έγιναν άλλες δυο απόπειρες το 1833 και το 1854 μέχρι να γίνει η μεγάλη επανάσταση του 1878 που ήταν και η αρχή της απελευθέρωσης της Μακεδονίας. Ο Όλυμπος και το Λιτόχωρο έπαιξαν πρωτεύοντα ρόλο στα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Στην παραλία του Λιτοχώρου αποβιβάστηκε το εκστρατευτικό σώμα με επικεφαλής τον Κοσμά Δουμπιώτη, και οι αντιπρόσωποι σαράντα χωριών της περιοχής εξέλεξαν τον Λιτοχωρίτη πρόκριτο Ευάγγελο Κοροβάγγο, Πρόεδρο της προσωρινής επαναστατικής επιτροπής, ενώ στο μετόχι του Αγίου Διονυσίου αποθηκεύτηκαν τα πολεμοφόδια. Στο Συνέδριο του Βερολίνου ορίστηκε επιτροπή για τον καθορισμό των συνόρων και έγιναν οι πρώτες χαρτογραφικές μετρήσεις στον Όλυμπο. Η απελευθέρωση ήρθε το 1912 με τον Βαλκανικό πόλεμο. Στα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατούμενης Μακεδονίας αλλά και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, στον Όλυμπο έδρασαν οι ληστές, άνθρωποι με ατίθασο χαρακτήρα που βρήκαν κρησφύγετο στις απόκρημνες χαράδρες του βουνού. Μέχρι τα χρόνια του μεσοπολέμου δρούσαν εξαπολύοντας τις επιδρομές τους στις γύρω περιοχές και αποτελώντας φόβητρο για τους πρώιμους ορειβάτες των αρχών του 20ου αιώνα. Ο πιο γνωστός από αυτούς ήταν ο Φώτης Γιαγκούλας και η συμμορία του, ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη με αστυνομικό απόσπασμα το 1925. Στα χρόνια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου ο Όλυμπος αποτέλεσε καταφύγιο για τους αντάρτες που μάχονταν τους Γερμανούς κατακτητές αλλά και για τους κατοίκους της γύρω περιοχής. Το 1943 Γερμανικό βομβαρδιστικό καταστρέφει την Μονή του Αγίου Διονυσίου στη χαράδρα του Ενιπέα, μετά από πληροφορίες ότι εκεί κρύβονται αντάρτες.

"Ο ΟΛΥΜΠΟΣ" (Απόσπασμα από το βιβλίο "Δίον, η αποκάλυψη", του καθηγητή αρχαιολογίας Δημήτρη Παντερμαλή)

“…Κάποιος που είχε ανέβει στον Όλυμπο στα χρόνια της όψιμης αρχαιότητας έλεγε πως, όταν έφθασε εκεί ψηλά, αντιλήφθηκε ένα παράξενο φαινόμενο. Τα σύννεφα αντί να βρίσκονται ψηλά, ήταν πιο χαμηλά από το σημείο που στεκόταν. Εκεί σιγά-σιγά πύκνωναν, άστραφτε και βροντούσε και σε λίγο άρχισε η βροχή, ενώ ψηλότερα υπήρχε αιθρία. Με τις εμπειρίες αυτές εξηγούσαν οι αρχαίοι όσα λέγονταν για τις κορυφές των ψηλών βουνών, ότι δηλαδή διαπερνούν τη ζώνη των καιρικών φαινομένων και μένουν ανέπαφες απ' αυτά. Ο Πλούταρχος έγραψε το 2ο αι. μ.Χ. ότι σε τακτά διαστήματα ανέβαιναν πομπές που οδηγούσαν μικρά ζώα σε μια κορυφή του μακεδονικού Ολύμπου και εκεί τα θυσίαζαν στο Δία. Στη συνέχεια έκαιγαν στη φωτιά του βωμού το κρέας που ήταν το μερίδιο του θεού, συγκέντρωναν τη στάχτη σε σωρό και χάραζαν επάνω της κάποια γράμματα. Όταν τον επόμενο χρόνο ανέβαιναν ξανά, έβρισκαν τα πάντα άθικτα και τα γράμματα στη στάχτη όπως τα είχαν αφήσει, αφού ούτε αέρας φυσούσε εκεί για να σβήσει ούτε βροχή έπεφτε για να διαλύσει το σωρό. Η αξία αυτής της πληροφορίας όμως δεν εντοπίζεται τόσο στη μετεωρολογική παρατήρηση που εν μέρει είναι ορθή, αφού όντως οι βροχές και οι καταιγίδες στον Όλυμπο ξεκινούν συνήθως από υψόμετρο χαμηλότερο από τις κορυφές. Αντίθετα ιδιαίτερη σημασία έχει η μαρτυρία ενός ιερού κορυφής στον Όλυμπο, που ενισχύει τις σποραδικές αναφορές των αρχαίων συγγραφέων σ' ένα βωμό του Διός στην κορυφή του Ολύμπου." "Η ζώνη των κορυφών του Ολύμπου είναι εξαιρετικά δύσβατη και η διαφορά ύψους των κορυφών όχι πάντα τόσο σημαντική. Έτσι περιηγητές και εντόπιοι ακόμα και μετά τα μέσα του 19ου αιώνα πίστευαν ότι η ψηλότερη κορυφή ήταν ο Προφήτης Ηλίας, εκείνος ο καλοσχηματισμένος κώνος με το εκκλησάκι προς τα βόρεια. Ήδη όμως το 1831 αξιωματικοί του βρετανικού στόλου είχαν κάνει μετρήσεις από τη θάλασσα του βορείου Αιγαίου και είχαν εντοπίσει το Μύτικα, την ψηλότερη από τις κορυφές. Το ακριβές ύψος όμως μετρήθηκε από τον Ελβετό μηχανικό Marcel Kurz σχεδόν έναν αιώνα αργότερα. Στο Μύτικα ανέβηκαν τα νεότερα χρόνια για πρώτη φορά τον Αύγουστο του 1913 οι Ελβετοί F. Boissonas και D. Baud-Bovy με οδηγό το Χρήστο Κάκκαλο από το Λιτόχωρο." "Στην αποστρογγυλεμένη και φιλόξενη κορυφή Άγιος Αντώνιος, νοτίως του Μύτικα και 100 μέτρα χαμηλότερα εντοπίστηκε το 1961 ένα ιερό Διός Ολυμπίου, που τα παλαιότερα ευρήματά του χρονολογούνται στα ελληνιστικά χρόνια. Τα περισσότερα προήλθαν από την εκσκαφή για τη θεμελίωση μετεωρολογικού σταθμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για μικρές μαρμάρινες στήλες, θραύσματα γλυπτών, κομμάτια από αγγεία και χάλκινα νομίσματα που ήταν θαμμένα μέσα σε παχύ στρώμα στάχτης, καμένων ξύλων και οστών μικρών ζώων. Άλλα ευρήματα υπήρχαν σκορπισμένα στην επιφάνεια, όπως τα δύο βάθρα αγαλμάτων που βρίσκονται ακόμα στην κορυφή. Φαίνεται ότι, όπως συνηθιζόταν στην αρχαιότητα, μετά από χρόνια χρήσης έθαψαν σε λάκκο τα υπολείμματα των θυσιών και τα αναθήματα που είχαν στο μεταξύ φθαρεί. Σε τρεις από τις στήλες διαβάζεται ακόμα το όνομα του Ολυμπίου Διός. Πιθανότατα στην ίδια κορυφή είχε εντοπίσει ο Γερμανός Helmut Schaffel το καλοκαίρι του 1923 ίχνη βωμού και όστρακα αγγείων. Δεν αποκλείεται το ιερό αυτό στον Άγιο Αντώνιο, στα 2817 μέτρα, να είναι το ίδιο ιερό του Ολυμπίου Διός για το οποίο μιλούν οι αρχαίοι συγγραφείς." "Χαμηλότερα στις δυτικές υπώρειες του Ολύμπου που βρίσκονται σε υψόμετρο γύρω στα 100 μέτρα υπήρχε το Πύθιον, το ιερό του Δελφικού Απόλλωνα, απ' όπου ο Ξεναγόρας, ο γιος του Ευμήλου, στα ελληνιστικά χρόνια είχε μετρήσει με διόπτρα και γεωμετρική μέθοδο το ύψος του Ολύμπου. Το αποτέλεσμα της δουλειάς του ήταν γραμμένο σε αναθηματική στήλη που βρισκόταν στο ιερό του θεού ως τουλάχιστον και το 2ο αι. μ.Χ. Εκεί γινόταν λόγος για ένα ύψος περίπου 1960 μέτρων (10 στάδια και 96 πόδια) στο οποίο, αν προστεθεί το υψόμετρο της περιοχής απ' όπου ο Ξεναγόρας έκανε τις μετρήσεις, προκύπτει μια συνολική τιμή γύρω στα 2960 μέτρα που λίγο απέχει από την πραγματική." "Με τις λατρείες όμως ήταν συνδεδεμένη περισσότερο η ανατολική πλευρά του Ολύμπου, αυτή που βλέπει προς θάλασσα. Στα Λείβηθρα υπήρχε ένα σπουδαίο Τελεστήριο του Διονύσου και ο αρχικός τάφος του Ορφέα, στις χαράδρες και τις πηγές λάτρευαν τις Νύμφες, ενώ ο πιο διάσημος ιερός τόπος ήταν το Δίον, ο τόπος λατρείας του Ολυμπίου Διός και των Μουσών...”